Παράλληλη αναζήτηση
| 2 εγγραφές [1 - 2] | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- αποχρών -ώσα -ών [apoxrón] Ε : (λόγ.) στις εκφράσεις ~ λόγος / αποχρώσα αιτία: α. (φιλοσ.) ο λόγος, η αιτία για καθετί που υπάρχει ή που γίνεται. β. σοβαρός λόγος: Δημιουργήθηκε πανικός χωρίς αποχρώντα λόγο / άνευ αποχρώντος λόγου. αποχρώσες ενδείξεις, (νομ.) που είναι επαρκείς για να δικαιολογήσουν κτ.
[λόγ. μεε. < αρχ. ἀποχρῶ `αρκώ΄ μτφρδ. μσνλατ. causa efficiens]
[Λεξικό Γεωργακά]
- αποχρών, -ώσα, -ών [apoxrόn] (L)
- adequate, sufficient (syn L επαρκής):
- phr ~ λόγος |
- αποχρώσα αιτία |
- τα αξιώματα της αντίφασης και του αποχρώντος λόγου |
- δεν υπάρχει κανείς ~ λόγος να έχει κληθεί στο αθηναϊκό φεστιβάλ μια χιλιάδα Aθηναίων |
- αποκλίσεις από τους ορισμούς του άρθρου 4 περί ισότητας επιτρέπονται δι' αποχρώντας λόγους |
- όλα έχουν τον αποχρώντα λόγο τους |
- δεν υπάρχει ~ λόγος να αποδώσουμε τις ιδέες, πρότυπα .. σε όντα που βρίσκονται σε αδιάκοπο γίγνεσθαι (Tatakis) |
- σκοτώνω για να τιμωρήσω, η πράξη μου αυτή .. πρέπει να έχει αποχρώντα λόγο (Terzakis) |
- η πάλη φανερώνει το χαρακτήρα του Έλληνα να μην παραδέχεται τίποτα δίχως αποχρώντα λόγον (Theodorakop) |
- ούτε κατά τη γνώμη μου υπάρχουν αποχρώντες λόγοι, που να συνδέουν την εικόνα αυτή προς "Σχολή των Nησιών" (Pallas)
[fr kath ← K αποχρών]
- adequate, sufficient (syn L επαρκής):



