Παράλληλη αναζήτηση
| 2 εγγραφές [1 - 2] | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- αποχρωματισμός ο [apoxromatizmós] Ο17 : 1.η αφαίρεση ή η αλλοίωση του χρώματος· ξέβαμμα. 2. (μτφ.) αποχαρακτηρισμός προσώπου.
[λόγ. αποχρωματισ- (αποχρωματίζω) -μός]
[Λεξικό Γεωργακά]
- αποχρωματισμός [apoxromatizmós] ο,
- ① decolorization, discoloration (syn ξέβαμμα):
- ~ φυσικών μαλλιών cosmetol bleaching |
- ~ γλεύκους σταφυλών |
- η μόδα .. δεν ενδιαφέρεται για τους αποχρωματισμούς, για τις ξανθότητες που χάλασαν, για τις προδοσίες της βαφής (Papantoniou) |
- οι μεσογειακοί λαοί, με την εξάπλωση της ανθρωπότητας προς βορρά, είχαν την γενετική δυνατότητα του αποχρωματισμού (Poulianos) |
- είναι τμήμα του κορμιού της Eυρωπαϊκής φυλής που δεν έφτασε το βαθμό αποχρωματισμού, που παρατηρούμε για τις βόρειες περιοχές της Eυρώπης (id.)
- ② fig dullness, discoloring:
- φυσικός ~ του συναισθήματος από την επανάληψη, κούραση, απογοήτευση κλ (Papanoutsos) |
- ίσως το αντισήκωμα του οικουμενισμού να είναι ο ~, η ομοιομορφία (Terzakis) |
- η γενίκευση μιας γλωσσικής χρήσης καταλήγει συχνά σε δηλωτικό ή απηχητικό "αποχρωματισμό" (Stathis)
[fr kath (neol Koumanoudis) αποχρωματισμός]
- ① decolorization, discoloration (syn ξέβαμμα):



