Παράλληλη αναζήτηση

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: αποχρεμπτικό
3 εγγραφές [1 - 3]
[Λεξικό Γεωργακά]
αποχρεμπτικό [apoxremptikό] το, (L)
  • expectorant

[substantiv. n. of αποχρεμπτικός]

[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
αποχρεμπτικός -ή -ό [apoxremptikós] Ε1 : που διευκολύνει την απόχρεμψη: Aποχρεμπτικό φάρμακο / σιρόπι και ως ουσ. το αποχρεμπτικό.

[λόγ. < αρχ. ἀποχρέμπτ(ομαι) `κάνω απόχρεμψη΄ -ικός]

[Λεξικό Γεωργακά]
αποχρεμπτικός, -ή, -ό [apoxremptikós] (L) med
  • expectorant:
    • αποχρεμπτικό φάρμακο expectorant, cough medicine |
    • αποχρεμπτικό ρόφημα

[fr kath αποχρεμπτικός]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες