Παράλληλη αναζήτηση

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: αποχείμωνο
1 εγγραφή
[Λεξικό Γεωργακά]
αποχείμωνο [apo] το,
  • the last days or the end of winter:
    • νά ρθε κι ο ήλιος, μια παρηγόρια στο ψυχρό τ' ~ της χρονιάς (Panagiotop)

[cpd w. χειμώνας; cf απόβροχο]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες