Combined Search

Go

Search options

Basket

Results for: αποχαρακτηρίζω
2 items total [1 - 2]
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
αποχαρακτηρίζω [apoxaraktirízo] -ομαι Ρ2.1 : καταργώ ένα χαρακτηρισμό που δόθηκε σε κπ. ή σε κτ., συνήθ. από κάποια δημόσια αρχή. ANT χαρακτηρίζωβ: Ύστερα από τον εμφύλιο αποχαρακτηρίστηκαν πολλοί που είχαν χαρακτηριστεί ως κομμουνιστές. Tο κτίριο αποχαρακτηρίστηκε από διατηρητέο και κρίθηκε κατεδαφιστέο. Tο Yπουργείο Γεωργίας αποχαρακτήρισε την περιοχή που ήταν χαρακτηρισμένη ως δασική.

[λόγ. απο- χαρακτηρίζω]

[Λεξικό Γεωργακά]
αποχαρακτηρίζω [apoxaraktirízo] mi aor subj αποχαρακτηρισθώ (L)
  • ① reduce or eliminate the classification status of, declassify (ant χαρακτηρίζω):
    • ~ απόρρητα έγγραφα milit etc declassify secret documents
  • ② mi aor subj αποχαρακτηρισθώ fig change one's political allegiance:
    • oι συνεργάτες της απολυταρχίας θα αποχαρακτηρισθούν, όταν αλλάξει ο άνεμος

[cpd w. χαρακτηρίζω; cf Eng declassify]

< Previous   [1]   Next >
Go to page:Go