Παράλληλη αναζήτηση
| 1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Γεωργακά]
- αποχαιρετούρα [apo] η,
- act or words of leave-taking, farewell, good-bye (syn in αποχαιρέτισμα):
- δεν του αρέσουν οι πολλές αποχαιρετούρες
[der of αποχαιρετώ w. suff -ούρα; cf φαγούρα, χαιρετούρα etc]
- act or words of leave-taking, farewell, good-bye (syn in αποχαιρέτισμα):



