Παράλληλη αναζήτηση

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: αποχαιρετούρα
1 εγγραφή
[Λεξικό Γεωργακά]
αποχαιρετούρα [apo] η,
  • act or words of leave-taking, farewell, good-bye (syn in αποχαιρέτισμα):
    • δεν του αρέσουν οι πολλές αποχαιρετούρες

[der of αποχαιρετώ w. suff -ούρα; cf φαγούρα, χαιρετούρα etc]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες