Παράλληλη αναζήτηση
| 1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Γεωργακά]
- αποχαιρετιστήρια [apo] adv (L)
- on the occasion or in the manner of farewell:
- τα μαρτίνια των κοντραμπατζήδων αδειάζουν ~ στον αγέρα (Venezis) |
- το "Mαντώ" σφυρίζει ~
[der of αποχαιρετιστήριος]
- on the occasion or in the manner of farewell:



