Παράλληλη αναζήτηση

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: αποφόρι
4 εγγραφές [1 - 4]
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
αποφόρι το [apofóri] Ο44 : ρούχο που το έχει χρησιμοποιήσει κάποιος πολύ και δεν το φοράει πια: Όταν ήταν μικρός φορούσε τα αποφόρια του μεγάλου αδελφού του. Ό,τι ~ είχε, το έστειλε στους φτωχούς. Ήταν ντυμένη με κάτι αποφόρια, για ρούχα παλιά και αταίριαστα στο σώμα.

[αποφορ(ώ < απο- φορώ) -ι (αναδρ. σχημ.)]

[Λεξικό Κριαρά]
αποφόρι το.
  • Pούχο που δεν το φορά κανείς πια, παλιό, φθαρμένο:
    • ρούχα αποφόρια και παλιά (Eρωτόκρ. Δ´ 578).

[<πρόθ. από + φορώ. Τ. ιν στο LBG. H λ. και σήμ.]

[Λεξικό Γεωργακά]
αποφόρι [apofόri] το,
  • ① garment discarded after use, hand-me-down:
    • ~ φιδιού a snake's cast skin (syn φιδόντυμα, φιδοπουκάμισο) |
    • πέταξε τη γυναίκα του σαν ~ |
    • όλο αποφόρια φορεί |
    • τ' αποφόρια τα 'δωσα στους φτωχούς |
    • για ελεημοσύνη του 'δωσε τ' αποφόρια του |
    • τον έβαλε να κοιμάται στη σοφίτα, του έδωσε κάτι αποφόρια του ανδρός της (Xenop) |
    • αισθανόταν ντροπή πως η A. θα 'φευγε απ' το σπίτι του μη έχοντας για προίκα παρά κάτι αποφόρια (Papantoniou) |
    • folks. αυτή ρούχα παλιά φορεί, της δούλας αποφόρια (Rhodes) |
    • poem παν οι πιστοί ν' αφήσουν σαν παλιό | τα κρίματά τους ~ |
    • γδύνονται την ανάμνηση σαν ένα τριμμένο ~
  • ② fig person or item discarded by s.o., hand-me-down, castoff:
    • όλοι σας τ' αποφόρια του Tόνη μοιραζόσαστε |
    • τη Θάλεια, την Aλίκη, την Tζούλια κλ (Tsirkas)

[fr postmed (Erotokr) αποφόρι, this fr Cypr αποφόριν, der of *αποφορώ]

[Λεξικό Κριαρά]
αποφορίζομαι,
βλ. απαφορίζομαι.
< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες