Παράλληλη αναζήτηση

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: αποφυλακιστήριο
2 εγγραφές [1 - 2]
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
αποφυλακιστήριο το [apofilakistírio] Ο40 : έγγραφο που βεβαιώνει την αποφυλάκιση κρατουμένου.

[λόγ. αποφυλακισ- (αποφυλακίζω) -τήριον]

[Λεξικό Γεωργακά]
αποφυλακιστήριος, -α, -ο [apofilacistírios] (L)
  • ① of or pertaining to release fr prison:
    • αποφυλακιστήρια έγγραφα
  • ② substantiv. n release paper:
    • τα αποφυλακιστήρια των καταδίκων θα παραδοθούν στο απόσπασμα |
    • φοράει ένα σακκάκι με μια τσέπη, μέσα στην οποία ετοιμάζεται να μπει ένα αποφυλακιστήριο (Plaskovitis)

[fr kath (neol) αποφυλακιστήριος, der of αποφυλακίζω]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες