Combined Search

Go

Search options

Basket

Results for: αποφορά
2 items total [1 - 2]
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
αποφορά η [apoforá] Ο24 : πολύ δυσάρεστη μυρωδιά, έντονη δυσοσμία: Tο πτώμα / ο οχετός αναδίνει μια αβάσταχτη / φοβερή ~.

[λόγ. < ελνστ. ἀποφορά, αρχ. σημ.: `πληρωμή φόρου΄]

[Λεξικό Γεωργακά]
αποφορά [apoforá] η,
  • foul smell, stench, stink, fetidness (syn βρώμα, δυσοσμία L, δυσωδία L, βόχα [& μπόχα]):
    • αβάσταχτη δυνατή, πνιγερή ~ |
    • ~ αποσύνθεσης (πτωμάτων), λιπασμάτων |
    • ~ |
    • ~ σκόρδων, χνότων |
    • ~ από τα αποχωρητήρια, τους υπονόμους |
    • οι κοπριές αναδίνουν ~ |
    • βγάζουν ~ τα πόδια του |
    • ~ |
    • τα ξεκοιλιασμένα άλογα ξέχυναν βαριά ~ (TAthanasiadis)

[fr MG (schol.), PatrG, K ἀποφορά 'smell, effluvium' ← K (also pap), AG ἀποφορά; cf Kalitsunakis, Mittel-u. neugr. Erklar. bei Eustathius, 11 ff]

< Previous   [1]   Next >
Go to page:Go