Combined Search

Go

Search options

Basket

Results for: αποφοίτηση
2 items total [1 - 2]
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
αποφοίτηση η [apofítisi] Ο33 : η ενέργεια του αποφοιτώ, η συμπλήρωση των σπουδών σε έναν εκπαιδευτικό κύκλο: Mετά την αποφοίτησή του από το λύκειο θα συνεχίσει τις σπουδές του στο πανεπιστήμιο.

[λόγ. < ελνστ. ἀποφοίτη(σις) `αποχώρηση΄ -ση κατά την αλλ. της σημ. του αποφοιτώ]

[Λεξικό Γεωργακά]
αποφοίτηση [apofítisi] η, (L)
  • graduation:
    • ~ από το γυμνάσιο, το πανεπιστήμιο

[fr kath αποφοίτησις ← MG (Hesych.), PatrG, der of ἀποφοιτῶ (-άω)]

< Previous   [1]   Next >
Go to page:Go