Παράλληλη αναζήτηση

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: αποφασιστικότητα
2 εγγραφές [1 - 2]
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
αποφασιστικότητα η [apofasistikótita] Ο28 : η ιδιότητα του αποφασιστικού, η ταχύτητα στη λήψη αποφάσεων και η επιμονή στην εκτέλεση ή στην πραγματοποίησή τους: H αποφασιστικότητά του να πετύχει ήταν πολύ μεγάλη. Έδειξε ~ και τόλμη.

[λόγ. αποφασιστικ(ός) -ότης > -ότητα]

[Λεξικό Γεωργακά]
αποφασιστικότητα [apofasistikótita] η, (L)
  • resoluteness, resolve, determination, decisiveness (syn απόφαση2 2):
    • άκαμπτη, απότομη, καρτερική, σκληρή, ψυχρή ~ |
    • η ~ του λαού, των νέων |
    • ματιά όλο ~ |
    • χείλια σφιγμένα με ~ |
    • βαδίζει, ενεργεί, λέει, μιλάει με ~ |
    • έδειξε θάρρος και ~ |
    • τον πιέζει ν' αντιμετωπίσει με ~ το ζήτημα (Vacalop) |
    • ποτέ μια λέξη τόσο κοινή δεν έκλεισε τόση ~ (Chatzinis) |
    • όπου απαντήσουν ~

[fr kath (neol Koumanoudis) αποφασιστικότης, der of αποφασιστικός]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες