Παράλληλη αναζήτηση

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: αποφασισμένα
2 εγγραφές [1 - 2]
[Λεξικό Γεωργακά]
αποφασισμένα1 [apofasizména] adv
  • w. determination, decidedly, resolutely (syn αποφασιστικά 1):
    • βαδίζει, κοιτάζει ~ |
    • μερικές γριές δρασκελίζουν τις πέτρες ελαστικά κι ~ σαν άντρες (Kazantz) |
    • πρώτη φορά τον άκουσαν το δεσπότη να μιλάει έτσι φανατικά κι ~ (Petsalis)

[fr postmed (Somavera) αποφασισμένα, der of αποφασισμένος]

[Λεξικό Γεωργακά]
αποφασισμένα2 [apofasizména] τα,
  • matter or course of action decided upon, decision, resolution (syn L τα αποφασισθέντα):
    • ο εγωισμός μού επέτρεψε να μην παρεκκλίνω ούτε γραμμή από τ' ~ (Karagatsis)

[pl of postmed (Somavera) το αποφασισμένο, substantiv. n of αποφασισμένος]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες