Παράλληλη αναζήτηση

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: αποφασισθέντα
1 εγγραφή
[Λεξικό Γεωργακά]
αποφασισθέντα [apofasisθénda] τα, (L)
  • matter or course of action decided upon, decision, resolution (syn τα αποφασισμένα):
    • η δήλωση έγινε σύμφωνα με τα ~ με τον πρωθυπουργό

[fr kath τα αποφασισθέντα, substantiv. n pl of αποφασισθείς, aor pass pt of αποφασίζω]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες