Παράλληλη αναζήτηση
1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Γεωργακά]
- αποφασισθέντα [apofasisθénda] τα, (L)
- matter or course of action decided upon, decision, resolution (syn τα αποφασισμένα):
- η δήλωση έγινε σύμφωνα με τα ~ με τον πρωθυπουργό
[fr kath τα αποφασισθέντα, substantiv. n pl of αποφασισθείς, aor pass pt of αποφασίζω]
- matter or course of action decided upon, decision, resolution (syn τα αποφασισμένα):