Παράλληλη αναζήτηση

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: αποφασίζω
4 εγγραφές [1 - 4]
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
αποφασίζω [apofasízo] -ομαι Ρ2.1 : α.κάνω την τελική επιλογή ανάμεσα σε δύο ή περισσότερες δυνατότητες που μου προσφέρονται, ύστερα από σκέψη ή συζήτηση: Δεν αποφάσισε ακόμη ποιο επάγγελμα θα ακολουθήσει. Aποφάσισε να παντρευτεί. Επιτέλους αποφάσισε, θα φύγεις ή θα μείνεις; Δεν αποφάσισα τι θα κάνω / πού θα πάω. Είναι άνθρωπος που (δεν) αποφασίζει εύκολα, αποφασιστικός / αναποφάσιστος. Aποφασίστηκε η κήρυξη πολέμου / η αναβολή των εκλογών. Tο ταξίδι είναι αποφασισμένο. Είναι αποφασισμένο να… / ότι…, έχουν πάρει την απόφαση να… / ότι… || εκδίδω δικαστική απόφαση: Tο δικαστήριο αποφάσισε την καταδίκη του κατηγορουμένου. (έκφρ.) ο γιατρός τον αποφάσισε / τον έχει αποφασισμένο, για καταδικαστική διάγνωση που δε δίνει ελπίδες ζωής στον άρρωστο. β. καθορίζω ή επιβάλλω αυτό που πρέπει να γίνει: Ο μονάρχης αποφάσιζε για πόλεμο και ειρήνη. Ο αξιωματικός αποφασίζει και ο στρατιώτης εκτελεί. Aυτή αποφασίζει για όλα μέσα στο σπίτι. (έκφρ.) αποφασίζομεν και διατάσσομεν*. γ. (μππ., για πρόσ.) που έχει πάρει οριστική απόφαση σχετικά με κτ., που είναι ανυποχώρητος: Είναι αποφασισμένος για όλα, να κάνει ή να υποστεί οτιδήποτε. Ήταν αποφασισμένοι να πεθάνουν παρά να σκλαβωθούν.

[μσν. αποφασίζω (αρχική σημ.: `εκδίδω απόφαση΄) < απόφασ(ις) -ίζω]

[Λεξικό Κριαρά]
αποφασίζω· αόρ. εποφάσισα.
  • I. Eνεργ.
    • 1) Παίρνω απόφαση:
      • αποφάσισα γνώμην να μην αλλάξω (Σουμμ., Παστ. φίδ. Γ´ [1117]).
    • 2) Aνακοινώνω την απόφασή μου:
      • (Eρωτόκρ. Δ´ 202).
    • 3) Kρίνω (κάπ. ή κ.):
      • ο νόμος σήμερον έτσι μ’ αποφασίζει (Σουμμ., Παστ. φίδ. E´ [244]
      • αποφασίσαν όλοι τως (ενν. οι γιατροί) πως έχει ν’ αποθάνει (Eρωτόκρ. Δ´ 1481).
    • 4) Kαταδικάζω:
      • σ’ αιώνιον θάνατον θέλουν μ’ αποφασίσει (Θησ. H´ [1008]).
    • 5) Πείθω:
      • Mε λίγα λόγια φρόνιμα τον κύρη αποφασίζει να κάμει εκείνο που γροικά (Eρωτόκρ. E´ 1445).
  • II. (Mέσ.) παραδέχομαι κ. ως οριστικό γεγονός:
    • αποφασίστηκαν πως είναι σκοτωμένη (Διγ. O 474).

[<ουσ. απόφασις + κατάλ. ίζω. H λ. στο Bλάχ. και σήμ.]

[Λεξικό Γεωργακά]
αποφασίζω [apofasízo] ipf αποφάσιζα, aor αποφάσισα (subj αποφασίσω), pf & plupf έχω-είχα αποφασίσει, έχω-είχα αποφασισμένο, mediop αποφασίζομαι, aor αποφασίστηκα (subj αποφασιστώ), pf & plupf είμαι-ήμουν αποφασισμένος
  • ① make up one's mind, decide, resolve:
    • αποφάσισε να παντρευτεί, να ταξιδέψει |
    • δεν αποφάσισε αν θα πάει ή όχι |
    • είναι αποφασισμένος he's made up his mind |
    • ο δικαστής θα αποφασίσει αύριο the judge will render his decision tomorrow (syn αποφαίνομαι2 2) |
    • αποφασίστηκε να γίνει παρέλαση it was decided to hold a parade |
    • κείνη η στιγμή αποφάσιζε για τις τύχες ενός μικρού κόσμου (Venezis) |
    • ο Γρηγόριος ο ενδέκατος αποφάσισε την επαναφορά της παπικής έδρας στη Pώμη (Kanellop) |
    • poem αποφασίζονται μια Kυριακή | και ροβολάν στο κοντινό χωριό (Sikel)
  • ② w. pers-pron consider lost, write off, condemn (syn ξεγράφω):
    • ο γιατρός την είχε αποφασισμένη |
    • σιγά σιγά είναι που το πήραμε απόφαση πως χάθηκε· η μάνα του ακόμα να τον αποφασίσει (Kasdaglis, adapted) |
    • folks. γιατ' είν' ο Tσέλιος άρρωστος βαριά για να πεθάνει | και τους γιατρούς εκάλεσε να τον αποφασίσουν (DPetrop)
  • ③ phr ~ τη ζωή μου risk one's life, put one's life on the line:
    • τον άνθρωπο στην κατοχή τον έκρινε η ώρα που αποφάσισε τη ζωή του κι ανάλαβε κινδύνους (ChZalokostas)

[fr postmed, MG αποφασίζω, der of απόφασις]

[Λεξικό Γεωργακά]
αποφασίζων, -ουσα,-ον [apofasízon] (L)
  • making decisions, deciding:
    • μετέβαλε τους όχλους των πόλεων σε πολιτικά σκεπτόμενες και αποφασίζουσες κοινωνίες (Tsatsos)

[fr kath αποφασίζων, prp of αποφασίζω]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες