Παράλληλη αναζήτηση
| 1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Γεωργακά]
- αποφαντικά [apofandiká] adv (L)
- ① be means of statements:
- ημπορούμε να εκφράσομε συμβολικά όλες τις μορφές, με τις οποίες εξέφραζε ~ η παλαιότερη λογική τις λογικές σχέσεις (Georgoulis)
- ② by means of assertions or opinions:
- η αναστροφή του Bάρναλη με το έργο του Σολωμού έχει διαπιστωθεί, έστω και παρεκβατικά ή ~, από τους μελετητές του
[der of αποφαντικός; cf kath, PatrG, LK ἀποφαντικῶς]
- ① be means of statements:



