Παράλληλη αναζήτηση
| 1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Γεωργακά]
- αποφαλάκρωση [apofalákrosi] η, (L)
- stripping of trees or vegetation, denudation (syn αποψίλωση, near-syn αποδάσωση, αποδένδρωση):
- ~ του βουνού
[fr kath (neol Koumanoudis) αποφαλάκρωσις, der of αποφαλακρώ]
- stripping of trees or vegetation, denudation (syn αποψίλωση, near-syn αποδάσωση, αποδένδρωση):



