Παράλληλη αναζήτηση
2 εγγραφές [1 - 2] | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Γεωργακά]
- απουσιάζων1 [apusiázon] ο, (L)
- absent person (syn ο απών):
- ο υπουργός τιμωρεί τους απουσιάζοντες
[substantiv. m of απουσιάζων2]
- absent person (syn ο απών):
[Λεξικό Γεωργακά]
- απουσιάζων2, -ουσα [apusiázon] (L)
- absent, not present (syn απών, ant παρών):
- οι απουσιάζοντες υπάλληλοι θα απολυθούν |
- εμφανίσθηκε η απουσιάζουσα γνωστή μας
[fr kath απουσιάζων, prp of απουσιάζω]
- absent, not present (syn απών, ant παρών):