Παράλληλη αναζήτηση

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: αποτύπωμα
3 εγγραφές [1 - 3]
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
αποτύπωμα το [apotípoma] Ο49 : 1.το κοίλο ή επίπεδο σημάδι, το ίχνος που αφήνει ένα σώμα όταν το πιέσουν επάνω σε μια επιφάνεια: Έμεινε το ~ του ποδιού του στο υγρό χώμα / στο χιόνι. Bρέθηκαν αποτυπώματα προϊστορικών ζώων επάνω σε πετρώματα. Πήρε το ~ του κλειδιού επάνω σε κερί. Δακτυλικά αποτυπώματα, που αφήνει η επιδερμίδα της εσωτερικής πλευράς των δακτύλων, είναι μοναδικά για κάθε άτομο και χρησιμοποιούνται ως στοιχείο αναγνώρισης από την αστυνομία. Οι διαρρήκτες φορούν γάντια, για να μην αφήνουν (δακτυλικά) αποτυπώματα. Στην αστυνομία τού πήραν τα δακτυλικά αποτυπώματα. || ό,τι αποτυπώνεται με τυπογραφικές μεθόδους: Tο ~ της ταχυδρομικής σφραγίδας, η στάμπα. 2. (μτφ.) για κτ. που ασκεί καθοριστική επίδραση σε μελλοντικές εξελίξεις: H δυστυχισμένη παιδική ηλικία τού άφησε βαθιά αποτυπώματα στην ψυχή του.

[λόγ. < αρχ. ἀποτύπωμα `σημάδι που γίνεται με σφραγίδα΄ & σημδ. γαλλ. empreinte]

[Λεξικό Κριαρά]
αποτύπωμα το.
  • Oμοίωμα:
    • (Bέλθ. 694).

[αρχ. ουσ. αποτύπωμα. H λ. και σήμ.]

[Λεξικό Γεωργακά]
αποτύπωμα [apotípoma] το, (L)
  • ① impression, imprint, print (syn αποτύπωση 1b):
    • ~ |
    • ~ στο βράχο, στο κερί |
    • δακτυλικά αποτυπώματα fingerprints |
    • στο χιόνι ξεχώριζαν χοντρά αποτυπώματα θεριού (Kazantz) |
    • επάνω σε πλάκα της οδού σού δείχνουν το ~ γυναικείου πέλματος (Floros) |
    • μικρά ποταμάκια νερό έτρεχαν να γιομίσουν το ~ της μπότας (SPapageorgiou) |
    • poem ολόκληρο το σώμα σου θ' αφήσει | τ' αποτύπωμά του στο πλατύ κρεβάτι (Spanias)
  • ⓐ fig impression, mark, stamp (syn σφραγίδα):
    • άφησαν το ~ της ψυχής τους σε μια εποχή (Ouranis) |
    • είχε βάλει και το αποτύπωμά του σ' ό,τι λέγαμε "αθηναϊκή ζωή" (Terzakis) |
    • νομίζουμε πως τα αποτυπώματα της γενεάς του '30 θα μείνουν καλά χαραγμένα στα νεοελληνικά γράμματα (Karantonis)
  • ② matrix, mold (syn καλούπι, L μήτρα):
    • το χυτήριο εγέμισε από αποτυπώματα έτοιμα να δεχτούν το μέταλλο (Voutyras)

[fr kath αποτύπωμα ← MG, PatrG ← AG]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες