Παράλληλη αναζήτηση
| 3 εγγραφές [1 - 3] | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- αποτυχών -ούσα -όν [apotixón] Ε12α : (λόγ.) για κπ. ή για κτ. που έχει αποτύχει. ANT επιτυχών: ~ υποψήφιος βουλευτής / φοιτητής. Aποτυχούσες απόπειρες, αποτυχημένες. || (ως ουσ.) ο αποτυχών, θηλ. αποτυχούσα: Οι αποτυχόντες θα έχουν την ευκαιρία να δώσουν εξετάσεις και του χρόνου.
[λόγ. < αρχ. ἀποτυχών μτχ. αορ. του ἀποτυγχάνω]
[Λεξικό Γεωργακά]
- αποτυχών1 [apotixón] ο, (L)
- person who failed in examinations (ant επιτυχών):
- εάν ο μαθητής δεν έχει προαχθεί, το όνομά του βρίσκεται στον πίνακα των αποτυχόντων (Papanoutsos)
[fr kath ο αποτυχών, substantiv. m of αποτυχών, aor pt of αποτυγχάνω]
- person who failed in examinations (ant επιτυχών):
[Λεξικό Γεωργακά]
- αποτυχών2, -ούσα, -όν [apotixón] (L)
- unsuccessful, failed, abortive (syn αποτυχημένος2):
- αποτυχούσα προσπάθεια |
- το αποτυχόν κίνημα δεν εθεωρείτο σφάλμα θανάσιμο (Karagatsis) |
- είχαν λάβει μέρος στην αποτυχούσα εξέγερση κατά του τυράννου (Varelas)
[fr kath αποτυχών, aor pt of αποτυγχάνω]
- unsuccessful, failed, abortive (syn αποτυχημένος2):



