Παράλληλη αναζήτηση
| 1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Γεωργακά]
- αποτυπωμένος, -η, -ο [apotipoménos] (L)
- imprinted, stamped (syn εντυπωμένος, τυπωμένος):
- πρόσωπο αποτυπωμένο σε νόμισμα |
- χαμόγελο αποτυπωμένο στα χείλια |
- δεν υπάρχει σχεδόν κανείς που να μη φέρνει αποτυπωμένες στο νου του τις λευκές πολικές ερημίες (Ouranis) |
- ο μεγάλος θεός κι ο νικητής βασιλιάς διψούσαν να νοιώσουν την παντοδυναμία τους αποτυπωμένη στην πέτρα (Panagiotop)
[ppp of αποτυπώνω]
- imprinted, stamped (syn εντυπωμένος, τυπωμένος):



