Παράλληλη αναζήτηση

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: αποτσίγαρο
2 εγγραφές [1 - 2]
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
αποτσίγαρο το [apotsíγaro] Ο41 : υπόλειμμα από τσιγάρο που το έχει καπνίσει κάποιος· (πρβ. γόπα 2): Tο τασάκι είναι γεμάτο αποτσίγαρα.

[απο- τσιγάρο]

[Λεξικό Γεωργακά]
αποτσίγαρο [apotsíγaro] το,
  • cigarette end, butt (syn γόπα):
    • πατημένο, σβηστό, χοντρό ~ |
    • σταχτοδοχείο γεμάτο με αποτσίγαρα |
    • μάζεψε, πέταξε το ~ |
    • δικά της ήταν τα τρία αποτσίγαρα, που βρήκε η ανάκριση βαμμένα με κόκκινο χειλιών (ChZalokostas) |
    • τίναξε τ' αναμμένο αποτσίγαρό του κατακεί που φώναζαν τα τσακάλια (Tsirkas)

[neol (Koumanoudis), cpd w. τσιγάρο]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες