Παράλληλη αναζήτηση
| 1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Γεωργακά]
- αποτρόπαια [apotrópea] adv (L)
- hideously, horribly, abominably (syn αποτροπιαστικά, near-syn απαίσια 3, L αποκρουστικά):
- γι' αυτό ο Σατανάς της έδωσε τόσο λευκά δόντια, ~ λευκά (Karagatsis)
[der of αποτρόπαιος]
- hideously, horribly, abominably (syn αποτροπιαστικά, near-syn απαίσια 3, L αποκρουστικά):



