Παράλληλη αναζήτηση

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: αποτρόπαια
1 εγγραφή
[Λεξικό Γεωργακά]
αποτρόπαια [apotrópea] adv (L)
  • hideously, horribly, abominably (syn αποτροπιαστικά, near-syn απαίσια 3, L αποκρουστικά):
    • γι' αυτό ο Σατανάς της έδωσε τόσο λευκά δόντια, ~ λευκά (Karagatsis)

[der of αποτρόπαιος]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες