Παράλληλη αναζήτηση

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: αποτρυγίδι
1 εγγραφή
[Λεξικό Γεωργακά]
αποτρυγίδι [apotriyí∂i] το, usu pl αποτρυγίδια τα,
  • ① = αποτρύγι:
    • πήγαμε στο αμπέλι, φάγαμε τ' αποτρυγίδια (Kazantz) |
    • poem .. ζητιανεύουν | τ' αποτρυγίδια του περιβολιού σου (Palam) |
    • .. καμπανίζουν τα στερνά στ' αμπέλια αποτρυγίδια (Kazantz Od 2.926)
  • ② fig s.o. or sth valueless or useless:
    • poem [τα είδωλα] γίνονται παιγνίδια | για τα παιδιά και αποτρυγίδια (Palam) |
    • αυτοί είναι αποτρυγίδια, φαφλατάδες, | χελιδονολαλιές, χαλασοτέχνες (Stavrou Ar)

[der of αποτρυγώ w. suff -ίδι]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες