Παράλληλη αναζήτηση
| 1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Γεωργακά]
- αποτροπιαστικά [apotropiastiká] adv (L)
- hideously, horribly (syn αποτρόπαια):
- δυο σκιές πλανούνται μέσα στην ~
[der of αποτροπιαστικός]
- hideously, horribly (syn αποτρόπαια):



