Παράλληλη αναζήτηση

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: αποτρεπτικότητα
1 εγγραφή
[Λεξικό Γεωργακά]
αποτρεπτικότητα [apotreptikótita] η, (L)
  • capacity to deter military aggression, deterrent capability, deterrence:
    • οι διαφορές που χωρίζουν τις δυο χώρες καταλήγουν στην αποδυνάμωση της στρατηγικής αποτρεπτικότητας του NATO ενάντια στη ρωσική απειλή

[neol, der of αποτρεπτικός; cf Eng deterrence]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες