Παράλληλη αναζήτηση
| 1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Γεωργακά]
- αποτρεπτικότητα [apotreptikótita] η, (L)
- capacity to deter military aggression, deterrent capability, deterrence:
- οι διαφορές που χωρίζουν τις δυο χώρες καταλήγουν στην αποδυνάμωση της στρατηγικής αποτρεπτικότητας του NATO ενάντια στη ρωσική απειλή
[neol, der of αποτρεπτικός; cf Eng deterrence]
- capacity to deter military aggression, deterrent capability, deterrence:



