Combined Search

Go

Search options

Basket

Results for: αποτρεπτικός -ή -ό
2 items total [1 - 2]
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
αποτρεπτικός -ή -ό [apotreptikós] Ε1 : που μπορεί να αποτρέψει ή που έχει ως σκοπό να αποτρέψει κάποιο κακό: Ο λαός χρησιμοποιεί διάφορα αποτρεπτικά μέσα εναντίον των κακοποιών δαιμόνων. “Εξαποδώ” είναι αποτρεπτική ονομασία του σατανά. || ANT προτρεπτικός: Aποτρεπτικά λόγια. Tο “μη” χρησιμοποιείται ως αποτρεπτικό μόριο. αποτρεπτικά ΕΠIΡΡ.

[λόγ. < ελνστ. ἀποτρεπτικός, αρχ. σημ.: `ικανός να μεταπείσει΄]

[Λεξικό Γεωργακά]
αποτρεπτικός, -ή, -ό [apotreptikós] (L)
  • ① serving to deter or dissuade, deterrent:
    • ~ λόγος |
    • αποτρεπτική επιταγή, συμβουλή |
    • αποτρεπτικό δυναμικό, παράδειγμα |
    • κίνηση αποτρεπτική της πολιτικής πολώσεως |
    • η υπόθεση της τρομοκρατίας στην πρεσβεία θ' αποτελέσει αποτρεπτικό παράγοντα γι' αυτούς, που ενεργούν έτσι |
    • το δίκαιο προβαίνει σε μια λειτουργία αποτρεπτική του αδικήματος, προληπτική του ή επανορθωτική του (Despotop) |
    • τα επιχειρήματά του σ' αυτή την αποτρεπτική του έκκληση τα παίρνει από τη σφαίρα της ηθικής (Maronitis)
  • ② designed or believed to avert evil, apotropaic (syn αποτροπαϊκός, αποτρόπαιος 1, αποτροπιαστικός 1):
    • ορισμένες λέξεις ασκούν αποτρεπτική ενέργεια |
    • δίνουν αποτρεπτικά ονόματα στον διάβολο (π.χ. ο εξαποδώ)

[fr kath αποτρεπτικός ← PatrG ← K, AG]

< Previous   [1]   Next >
Go to page:Go