Παράλληλη αναζήτηση
| 1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Γεωργακά]
- αποτραβηγμένα [apotraviγména] adv
- in retirement fr life (society etc), in seclusion:
- και τόσο ~ που ζούσε, έβραζε η συκοφαντία εναντίον του (Lambridi)
[der of αποτραβηγμένος2]
- in retirement fr life (society etc), in seclusion:



