Παράλληλη αναζήτηση

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: αποτραβηγμένα
1 εγγραφή
[Λεξικό Γεωργακά]
αποτραβηγμένα [apotraviγména] adv
  • in retirement fr life (society etc), in seclusion:
    • και τόσο ~ που ζούσε, έβραζε η συκοφαντία εναντίον του (Lambridi)

[der of αποτραβηγμένος2]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες