Παράλληλη αναζήτηση
| 2 εγγραφές [1 - 2] | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- αποτράβηγμα το [apotráviγma] Ο49 : η απομάκρυνση από ένα χώρο ή από ένα περιβάλλον και η απομόνωση ή η αποξένωση από αυτό.
[αποτραβηκ- (αποτραβώ) -μα με αφομ. ηχηρ. [km > γm] ]
[Λεξικό Γεωργακά]
- αποτράβηγμα [apotráviγma] το,
- retirement, withdrawal, retreat, detachment (syn αναχώρηση 2, απομάκρυνση 1b, αποχώρηση):
- ~ από τα εγκόσμια, από τη ζωή |
- δεν ηύρα παρά το ~ στη μοναξιά του βιβλίου (Palam) |
- το ~ του νου από τα απτά πράγματα δυναμώνει την ασφάλεια της γνώσης (Theodorakop) |
- τους έφθειραν οι στερήσεις και το ~ από την κοινωνία (ChZalokostas)
[der of αποτραβώ through aor αποτράβηξα (formed by anal. to aorists in -ξα instead of -σα); cf βούτηγμα, ζούληγμα, πέταγμα, τράβηγμα, but also dial αποταύρισμα & MG (Du Cange) αποταυρισμός]
- retirement, withdrawal, retreat, detachment (syn αναχώρηση 2, απομάκρυνση 1b, αποχώρηση):



