Παράλληλη αναζήτηση
1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Γεωργακά]
- αποτομότητα [apotomótita] η, (L)
- ① precipitousness, steepness (syn απότομο 1):
- η φύση έκανε το βράχο απόρθητο με την αποτομότητά του (ChZalokostas, adapted)
- ② roughness or brusqueness of character, violence (syn αποτομιά 2, near-syn βιαιότητα):
- δεν χάνει την ευκαιρία να εκδηλώνεται, με μια ~, με μια θρασύτητα που φαίνεται ανεξήγητη (Chatzinis)
- ⓐ sudden or violent movement or change (syn αποτομιά 2b):
- κατορθώνει να φτιάνει από τις δυσκολίες και τις αποτομότητες της ζωής ένα χώρο καινούργιο (Chatzinis) |
- περνάς από την μια εποχή στην άλλη, χωρίς καμιά ~, κανένα ανατίναγμα (id.)
[fr kath (neol Koumanoudis) αποτομότης, der of απότομος]
- ① precipitousness, steepness (syn απότομο 1):