Παράλληλη αναζήτηση

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: αποτελεσματικός -ή -ό
2 εγγραφές [1 - 2]
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
αποτελεσματικός -ή -ό [apotelezmatikós] Ε1 : 1α.που φέρνει το αποτέλεσμα που επιδιώκεται. ANT αναποτελεσματικός: Οι ενέργειές μας / οι προσπάθειές μας ήταν αρκετά αποτελεσματικές. Tα μέτρα της αστυνομίας πρέπει να γίνουν πιο αυστηρά, για να είναι αποτελεσματικά. Παρασκευάστηκαν νέα, πιο αποτελεσματικά φάρμακα. β. για κπ. που ενεργεί με αποτελεσματικό τρόπο, δραστήρια και συντονισμένα: Είναι πολύ ~. 2. (γραμμ.) Aποτελεσματικές προτάσεις, που εισάγονται με συμπερασματικούς συνδέσμους· συμπερασματικές. αποτελεσματικά ΕΠIΡΡ: Ενεργεί / δρα ~.

[λόγ. < ελνστ. ἀποτελεσματικός `παραγωγικός΄, σημδ.: 1: γαλλ. efficace· 2: γαλλ. résultatif]

[Λεξικό Γεωργακά]
αποτελεσματικός, -ή, -ό [apotelezmatikós] (L)
  • ① effective, effectual, efficacious (syn αποδοτικός 2, τελεσφόρος):
    • ~ έλεγχος, νόμος, συντονισμός |
    • αποτελεσματική άμυνα, δράση, μέθοδος, παιδεία, πρωτοβουλία, σάτιρα |
    • αποτελεσματικό εργαλείο, όπλο, παυσίπονο |
    • αποτελεσματικά μέτρα, πυρά |
    • αποτελεσματική αντιμετώπιση των προβλημάτων |
    • εξασφαλίζεται η αποτελεσματικότερη εφαρμογή των μελετών |
    • ο ψηλός τοίχος αποδείχθηκε αποτελεσματικότατος |
    • κάποτε η πληροφορία είναι και αποτελεσματικότερη από την κριτική (Athanasiadis-N) |
    • οργάνωσαν την πιο αποτελεσματική αντίσταση στον καταχτητή (Charis)
  • ② effective, actual, real (near-syn πραγματικός):
    • econ. αποτελεσματική ζήτηση effective demand |
    • αποτελεσματική ορατότητα effective visibility
  • ③ gramm expressing result, resultative:
    • ~

[fr kath αποτελεσματικός ← PatrG, LK]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες