Παράλληλη αναζήτηση

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: αποταμιευτής
2 εγγραφές [1 - 2]
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
αποταμιευτής ο [apotamieftís] Ο7 θηλ. αποταμιεύτρια [apotamiéftria] Ο27 : αυτός που αποταμιεύει χρήματα σε τράπεζα ή σε ταμιευτήριο.

[λόγ. αποταμιεύ(ω) -τής· λόγ. αποταμιευ(τής) -τρια]

[Λεξικό Γεωργακά]
αποταμιευτής [apotamieftís] ο, (L)
  • person who saves money, saver:
    • υπάρχει κάποια στροφή των αποταμιευτών στις καταθέσεις ταμιευτηρίου |
    • ο ~ και ο καπιταλιστής - επιχειρηματίας είναι ενεργητικοί συντελεστές στην ανάπτυξη (Angelop)

[fr kath (neol Koumanoudis) αποταμιευτής, der of αποταμιεύω; cf ταμιευτής (Poll.)]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες