Παράλληλη αναζήτηση
2 εγγραφές [1 - 2] | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- αποταμίευση η [apotamíefsi] Ο33 : α.η ενέργεια του αποταμιεύω, η εξοικονόμηση χρημάτων: Mε την ~ των ιδιωτών ενισχύεται και η δημόσια οικονομία. Πρέπει να διαδοθεί η ιδέα της αποταμίευσης. β. το ποσό των χρημάτων που αποταμιεύεται: Έχει αρκετές αποταμιεύσεις στην τράπεζα. Aγόρασε ένα σπίτι με τις αποταμιεύσεις του.
[λόγ. αποταμιεύ(ω) -σις > -ση (διαφ. το μσν. αποταμίευσις `αποθήκη΄ ίδ. ετυμ.)]
[Λεξικό Γεωργακά]
- αποταμίευση [apotamíefsi] η, gen αποταμίευσης & αποταμιεύσεως (L)
- ① econ etc act or process of saving (money):
- ιδιωτική, κρατική ~ |
- να πειστούν οι πλούσιοι πως σε τίποτα δε χρησιμεύει η παράλογη ~ |
- προπαγάνδα υπέρ της αποταμιεύσεως σε παιδιά, που δεν έχουν πολλές φορές να φάνε (Pshathas)
- ② amount of money saved, savings (syn αποταμίευμα 1):
- κατά το πρώτον έτος οι αποταμιεύσεις θα είναι περιορισμένες (Angelop) |
- δεν υπήρξαν δυνατότητες να επενδύσει τις αποταμιεύσεις του ο καπετάνιος σε ναυτικές εταιρίες (DPolemis)
[fr kath αποταμίευσις ← PatrG, der of ἀποταμιεύω]
- ① econ etc act or process of saving (money):