Παράλληλη αναζήτηση

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: αποτέφρωση
2 εγγραφές [1 - 2]
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
αποτέφρωση η [apotéfrosi] Ο33 : η ενέργεια ή το αποτέλεσμα του αποτεφρώνω: H πυρκαγιά προκάλεσε την ~ του εργοστασίου, την ολοκληρωτική καταστροφή. H ~ των νεκρών, η καύση των σωμάτων αντί για τον ενταφιασμό. H ~ των απορριμμάτων.

[λόγ. αποτεφρω- (δες αποτεφρώνω) -σις > -ση]

[Λεξικό Γεωργακά]
αποτέφρωση [apotéfrosi] η, gen αποτέφρωσης & αποτεφρώσεως (L)
  • reduction to ashes, burning down, incineration (near-syn απανθράκωση, κάψιμο):
    • ~ |
    • ~ νεκρού cremation (syn καύση) |
    • δασώδεις περιοχές δεν προστατεύονται από τον κίνδυνο αποτεφρώσεως |
    • οι άνθρωποι κοίταζαν με τα χέρια στις τσέπες την ~ [των εκκλησιών], που είχαν παρασκευάσει (Ouranis)

[fr kath αποτέφρωσις ← MG, ByzG αποτέφρωσις, der of αποτεφρώ; cf LK τέφρωσις (Diosc.)]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες