Παράλληλη αναζήτηση
2 εγγραφές [1 - 2] | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- αποτελείωμα το [apotelíoma] & αποτέλειωμα το [apoté
oma] Ο49 : η ενέργεια του αποτελειώνω. 1. ολοκλήρωση ενός έργου: Tο κέντημα θέλει ~. 2. ολοκληρωτικός αφανισμός, κατανίκηση: Tο ~ της αντοχής μας / των εχθρών μας. [λόγ. αποτελειω- (δες αποτελειώνω [lió] ) -μα· αποτελειώ(νω) [
ó] -μα]
[Λεξικό Γεωργακά]
- αποτέλειωμα [apotéljoma] το, (& L αποτελείωμα)
- ① completion, finishing (syn αποπεράτωση, αποσωσμός, τέλειωμα, τελειωμός):
- ύστερ' από το ~ του Σατύρου, εφρόντισε ο γλύπτης και να φυλάξει την επιδερμίδα του (Karouzou)
- ② completion, fulfilment (syn αποτελείωση):
- σκοπός κάθε δραστηριότητος σημαντικής είναι ο άνθρωπος, το αποτελείωμα, η ευτυχία, ο ευγενισμός (Papanoutsos)
[fr postmed (Somavera) αποτέλειωμα, der of αποτελειώνω]
- ① completion, finishing (syn αποπεράτωση, αποσωσμός, τέλειωμα, τελειωμός):