Παράλληλη αναζήτηση

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: αποσύνθεση
2 εγγραφές [1 - 2]
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
αποσύνθεση η [aposínθesi] Ο33 : 1α.αλλοίωση οργανικής ουσίας, το αρχικό στάδιο της σήψης: Bρέθηκε πτώμα σε κατάσταση προχωρημένης αποσύνθεσης. Kατασχέθηκε ποσότητα κρέατος σε ~. || (χημ.) διάσπαση της ύλης έως τα απλά χημικά μόρια ή άτομα: ~ του ύδατος με ηλεκτρόλυση. β. διάλυση σύνθετης κατασκευής. 2. (μτφ.) διάλυση της συνοχής και της ενότητας ενός συνόλου: H ~ του κράτους έχει προχωρήσει επικίνδυνα, η κατάρρευση των οργανωτικών δομών του. H κρίση του θεσμού της οικογένειας θα οδηγήσει στην κοινωνική ~. || κατάρρευση των ηθικών αρχών στις οποίες στηρίζεται ένα κοινωνικό σύνολο, ηθική αποσύνθεση, σήψη: Παρατηρούνται συμπτώματα αποσύνθεσης στη δικαιοσύνη.

[λόγ. αποσυνθέ(τω) -σις > -ση κατά το σχ.: συνθέτω - σύνθεσις μτφρδ. γαλλ. décomposition]

[Λεξικό Γεωργακά]
αποσύνθεση [aposínθesi] η, gen αποσύνθεσης & αποσυνθέσεως (L)
  • ① breakdown, decomposition, disintegration (ant σύνθεση):
    • χημική ~ |
    • ~ |
    • πυρηνική ~ nuclear disintegration, nuclear decay
  • ⓐ rot, decay, decomposition (syn σήψη L, σάπισμα):
    • ~ κρεάτων, φυτών |
    • δυσωδία αποσύνθεσης |
    • άρχισε να περιγράφει όλες τις σιχαμερές λεπτομέρειες της λειτουργίας της αποσύνθεσης (Nikolaidis) |
    • βρέθηκε το πτώμα σε προχωρημένη ~ (Pittas)
  • ② fig breakdown of sth complex, analysis (syn ανάλυση 1):
    • η αναλυτική εργασία συνίσταται στην ~ των αληθειών σε άλλες απλούστερες (Georgoulis) |
    • θα 'πρεπε να επιχειρήσουμε μιαν ~ του αφηγήματος (Chatzinis, adapted)
  • ⓑ break up, disintegration, dissolution, disorganization (syn αποδιάρθρωση, αποδιοργάνωση, διάλυση):
    • εθνική, ηθική, πολιτική ~ |
    • γενική, καθολική ~ |
    • ~ της κοινωνίας, του κράτους, της οικογένειας, της οικονομίας |
    • ο κίνδυνος, οι δυνάμεις της αποσύνθεσης |
    • ~ των αξιών της ζωής |
    • οι στρατιωτικές δυνάμεις της χώρας βρίσκονται σε κατάσταση αποσυνθέσεως |
    • μια αυτοκρατορία πήγαινε με μεγάλα βήματα προς την αποσύνθεσή της (Papanoutsos) |
    • πήραν την παλαιά πόλη της Pόδου σε κατάσταση αποσύνθεσης και την έκαμαν μιαν από τις ωραιότερες πολιτείες της Mεσογείου (Theotokas) |
    • η ~ της βρετανικής κοινοπολιτείας είναι λανθάνουσα (Christidis)

[fr kath (neol Koumanoudis) αποσύνθεσις, der of αποσυντίθημι (& αποσυντίθεμαι & αποσυνθέτω) or cpd w. σύνθεσις; cf Fr décomposition]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες