Παράλληλη αναζήτηση
| 1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Γεωργακά]
- αποσχιστής [aposçístis] ο, (L)
- person advocating secession, secessionist, separatist:
- υπάρχει ποικιλία από εθνικιστικές ομάδες αποσχιστών και φανατικούς της άκρας δεξιάς
[fr kath αποσχιστής ← MG (Du Cange), der of αποσχίζω; cf PatrG ἀποσχίστης]
- person advocating secession, secessionist, separatist:



