Παράλληλη αναζήτηση

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: αποσχιστής
1 εγγραφή
[Λεξικό Γεωργακά]
αποσχιστής [aposçístis] ο, (L)
  • person advocating secession, secessionist, separatist:
    • υπάρχει ποικιλία από εθνικιστικές ομάδες αποσχιστών και φανατικούς της άκρας δεξιάς

[fr kath αποσχιστής ← MG (Du Cange), der of αποσχίζω; cf PatrG ἀποσχίστης]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες