Παράλληλη αναζήτηση

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: αποσχηματισμός
2 εγγραφές [1 - 2]
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
αποσχηματισμός ο [aposximatizmós] Ο17 : η ενέργεια του αποσχηματίζω: Tου επιβλήθηκε η ποινή του αποσχηματισμού.

[λόγ. αποσχηματισ- (αποσχηματίζω) -μός]

[Λεξικό Γεωργακά]
αποσχηματισμός [aposçimatizmós] ο, (L) eccl
  • divestiture of priestly status or habit, defrocking:
    • ~ κληρικού, ηγουμένου, μοναχού |
    • αναφέρονται αποσχηματισμοί ιερέων και βεβηλώσεις ιερών ναών σε βάρος των Bορειοηπειρωτών

[fr kath (neol) αποσχηματισμός, der of αποσχηματίζω]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες