Παράλληλη αναζήτηση
| 1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Γεωργακά]
- αποσυσχετισμός [aposis] ο, (L)
- dissociation, disconnection, detachment (syn αποσυσχέτιση):
- ο ~ (του ποιητή) από την εθνική ψυχή δεν ενεργούσε μονάχα κατά το νόημα που περιγράψαμε (Prevelakis)
[neol, cpd w. συσχετισμός]
- dissociation, disconnection, detachment (syn αποσυσχέτιση):



