Παράλληλη αναζήτηση
| 1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Γεωργακά]
- αποσυσχέτιση [aposis] η, (L)
- considering (sth) unconnected w. or unrelated (to sth else), dissociation (syn αποσυσχετισμός, ant συσχέτιση, συσχετισμός):
- δικαιολογεί την ~ του έργου από την αττική παράδοση (Despinis)
[neol, der of αποσυσχετίζω or cpd w. kath συσχέτισις]
- considering (sth) unconnected w. or unrelated (to sth else), dissociation (syn αποσυσχετισμός, ant συσχέτιση, συσχετισμός):



