Παράλληλη αναζήτηση

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: αποσυσχέτιση
1 εγγραφή
[Λεξικό Γεωργακά]
αποσυσχέτιση [aposis] η, (L)
  • considering (sth) unconnected w. or unrelated (to sth else), dissociation (syn αποσυσχετισμός, ant συσχέτιση, συσχετισμός):
    • δικαιολογεί την ~ του έργου από την αττική παράδοση (Despinis)

[neol, der of αποσυσχετίζω or cpd w. kath συσχέτισις]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες