Παράλληλη αναζήτηση

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: αποσυσκευάζω
1 εγγραφή
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
αποσυσκευάζω [aposiskevázo] -ομαι Ρ2.1 : αφαιρώ κτ. από τη συσκευασία του: Tα νέα προϊόντα πρέπει να αποσυσκευαστούν και να τοποθετηθούν στα ράφια.

[λόγ. απο- συσκευάζω]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες