Παράλληλη αναζήτηση

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: αποσυνδεδεμένος -η -ο
2 εγγραφές [1 - 2]
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
αποσυνδεδεμένος -η -ο [aposinδeδeménos] Ε3 μππ. του αποσυνδέω : (λόγ.) που τον έχουν αποσυνδέσει, που έχει αποσυνδεθεί· αποσυνδεμένος.

[λόγ. μππ. του αποσυνδέω μτφρδ. αγγλ. disconnected]

[Λεξικό Γεωργακά]
αποσυνδεδεμένος, -η, -ο [aposin∂e∂eménos] (L) (& D αποσυνδεμένος)
  • disconnected, disjoined (ant συνδεδεμένος):
    • η ψυχή .. μπορεί να συγκεντρώνει τα αποσυνδεδεμένα στοιχεία του σώματος (Tatakis, adapted) |
    • οι δυο αυτοί χώροι αντιμετωπίζονται αποσυνδεμένοι ο ένας από τον άλλο (Tas. Christidis)

[fr kath αποσυνδεδεμένος, ppp of αποσυνδέω]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες