Παράλληλη αναζήτηση
| 1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Γεωργακά]
- αποσυναρμολογημένος, -η, -ο [aposinarmoloyiménos] (L)
- disassembled, dismantled (ant μονταρισμένος, L συναρμολογημένος):
- ~ ασύρματος
[ppp of αποσυναρμολογώ]
- disassembled, dismantled (ant μονταρισμένος, L συναρμολογημένος):



