Παράλληλη αναζήτηση
| 2 εγγραφές [1 - 2] | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- αποσυμφόρηση η [aposimfórisi] Ο33 : η ενέργεια ή το αποτέλεσμα του αποσυμφορώ, απαλλαγή από τη συμφόρηση: H τροχαία θα λάβει μέτρα για την ~ του κέντρου της πόλης από τη μεγάλη κυκλοφορία. H ίδρυση περιφερειακών νοσοκομείων θα συμβάλει στην ~ των κεντρικών νοσηλευτικών μονάδων. Πρέπει να βγάλω τα ογκώδη έπιπλα, για να γίνει μια ~ στο δωμάτιο. || ~ των βρόγχων / της μύτης, απελευθέρωση από τις εκκρίσεις.
[λόγ. απο- συμφόρη(σις) -ση μτφρδ. αγγλ. decongestion]
[Λεξικό Γεωργακά]
- αποσυμφόρηση [aposimfórisi] η, (L)
- relief of or fr overcrowding, decongestion (ant συμφόρηση):
- κυκλοφοριακή, πολεοδομική ~ |
- ~ των αστικών κέντρων |
- ~ της κεντρικής υπηρεσίας |
- τα εκπαιδευτικά ιδρύματα ανωτάτου επιπέδου χρειάζονται επειγόντως ~ (Papanoutsos) |
- χρειάζεται κάτι ακόμα |
- η ατμόσφαιρα, το κάποιο χάδι, η ~ των θαλάμων από την συμπυκνωμένη οδύνη (Palaiologos)
[fr kath (neol) αποσυμφόρησις, cpd w. συμφόρησις; cf Fr décongestion]
- relief of or fr overcrowding, decongestion (ant συμφόρηση):



