Παράλληλη αναζήτηση
| 2 εγγραφές [1 - 2] | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- αποστόμωση η [apostómosi] Ο33 : η ενέργεια ή το αποτέλεσμα του αποστομώνω, η αδυναμία που έχει κάποιος να απαντήσει στα επιχειρήματα του άλλου· αποστόμωμα.
[λόγ. αποστομω- (δες αποστομώνω) -σις > -ση]
[Λεξικό Γεωργακά]
- αποστόμωση [apostómosi] η, (L)
- reducing to silence, silencing (syn αποστόμωσα)
[fr kath αποστόμωσις ← AG]



