Παράλληλη αναζήτηση

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: αποστόμωμα
2 εγγραφές [1 - 2]
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
αποστόμωμα το [apostómoma] Ο49 : η ενέργεια ή το αποτέλεσμα του αποστομώνω· αποστόμωση.

[αποστομώ(νω) -μα]

[Λεξικό Γεωργακά]
αποστόμωμα [apostómoma] το,
  • reducing to silence, silencing (syn αποστόμωση):
    • του τα 'ψαλε και τον έπιασε ~

[fr (neol Koumanoudis) αποστόμωμα (D.N. Vernardakis), der of αποστομώνω ← αποστομώ; cf MG αποστομίζω]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες