Παράλληλη αναζήτηση
| 2 εγγραφές [1 - 2] | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- αποστρατεία η [apostratía] Ο25 : η ενέργεια ή το αποτέλεσμα του αποστρατεύω. α. η απομάκρυνση αξιωματικού ή υπαξιωματικού (του στρατού, του ναυτικού ή της αεροπορίας) από την ενεργό υπηρεσία και η συνταξιοδότησή του: Tο ανώτατο στρατιωτικό συμβούλιο αποφάσισε την ~ δύο αντιστρατήγων. Στις φετινές κρίσεις έγιναν πολλές αποστρατείες ανώτατων αξιωματικών. β. η κατάσταση αυτού που αποστρατεύεται: Tον έθεσαν σε (τιμητική) ~. (έκφρ.) εν ~, για στρατιωτικούς που δεν υπηρετούν πια: Aντιστράτηγος / υποναύαρχος / σμήναρχος εν ~. γ. (μτφ., συνήθ. πειραχτικά) για κπ. που έχει αποσυρθεί από την ενεργό δράση: H δική μας γενιά βρίσκεται τώρα πια σε ~.
[λόγ. αποστρατ(εύω) -εία]
[Λεξικό Γεωργακά]
- αποστρατεία [apostratía] η, (L)
- ① milit state of being retired fr military service (because of age, inability etc), retirement (ant ενέργεια):
- μπήκες σε ~ |
- τον έβαλαν σ' ~ για πολιτικούς λόγους |
- ετέθη σε πολεμική ~, ως "παθών εν πολέμω", με το βαθμό του συνταγματάρχη (Peranthis) |
- phr εν ~ retired (abbr ε.α.) (ant εν ενεργεία) |
- ο M. ήταν μόνιμος αξιωματικός του στρατού εν ~ (Tachtsis)
- ② fig state of being retired fr office, occupation etc, retirement:
- ηθοποιός εν ~
- ⓐ withdrawal fr usual use or service, retirement:
- περιεργάζουμαι τα διάφορα παλιοπράγματα, που είχαν πάρει πια την ~ τους (Xenop) |
- πήγαμε στη σοφίτα, όπου φύλαγαν όσα έπιπλα είχαν περάσει στην ~ (Petsalis)
- ③ decrease in sexual prowess owing to old age:
- παντρεύτηκε τώρα που μπήκε στην ~
[fr kath (neol Koumanoudis) αποστρατεία, der of αποστρατεύω]
- ① milit state of being retired fr military service (because of age, inability etc), retirement (ant ενέργεια):



