Παράλληλη αναζήτηση
| 2 εγγραφές [1 - 2] | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- αποστραγγιστήρας ο [apostrangistíras] Ο2 : αυλάκι ή αγωγός όπου διοχετεύεται το νερό που αποστραγγίζεται.
[λόγ. αποστραγγισ- (αποστραγ γίζω) -τήρ > -τήρας]
[Λεξικό Γεωργακά]
- αποστραγγιστήρας [apostraŋɟistíras] ο, (L)
- ① drain or trench by means of which water is drained fr swamps or marshes, drainage ditch or channel
- ② strainer:
- car~
[fr kath (neol) αποστραγγιστήρ, der of αποστραγγίζω]



