Παράλληλη αναζήτηση
| 1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Γεωργακά]
- αποστραγγισμός [apostraŋɟizmós] ο, (L) fig
- depriving of meaning:
- τα άφθονα λόγια περί πατριωτισμού, θρησκείας και δημοκρατίας, κατάφεραν να πείσουν τους πάντες περί της εξαντλητικής μέχρι αποστραγγισμού της εννοίας των, εμπορίας (Kolyva)
[der of αποστραγγίζω w. suff -μός]
- depriving of meaning:



