Παράλληλη αναζήτηση

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: αποστραγγισμός
1 εγγραφή
[Λεξικό Γεωργακά]
αποστραγγισμός [apostraŋɟizmós] ο, (L) fig
  • depriving of meaning:
    • τα άφθονα λόγια περί πατριωτισμού, θρησκείας και δημοκρατίας, κατάφεραν να πείσουν τους πάντες περί της εξαντλητικής μέχρι αποστραγγισμού της εννοίας των, εμπορίας (Kolyva)

[der of αποστραγγίζω w. suff -μός]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες