Παράλληλη αναζήτηση

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: αποστραγγίδι
1 εγγραφή
[Λεξικό Γεωργακά]
αποστραγγίδι [apostraŋɟí∂i] το,
  • ① = αποστράγγι
  • ⓐ fig last remaining thing, thought or feeling:
    • o κατασκευαστής διαλαλεί σε πρώτο πρόσωπο τα αποστραγγίδια καρδιάς και νου, νομίζοντας πως αναστένει έτσι ποιητική μορφή (Apostolakis)
  • ② mass of pressed olives, grapes etc:
    • τ' ~ των σταφυλιών |
    • τ' ~ από το λάδι (Sterea) |
    • στέμφυλα έλεγαν οι αρχαίοι τ' αποστραγγίδια από τις ελιές στα λιοτρίβια (Saratsis) [der of MG *αποστραγγίδιν (whence Rhodes αποστραγγίν, this fr -στραγγί

[δ]ιν), der of αποστραγγίζω]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες